- κλῶσα
- κλάωcrypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)κλώθωtwist by spinningaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλώσα — η η κότα που κάθεται στα αβγά της για να βγάλει πουλάκια: Κλώσα τα πουλιά δεν τα βγαλες σωστά (δημ.τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώσας — κλώσᾱς , κλάω cry pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κλώσᾱς , κλάω cry pres part act fem gen sg (doric) κλώσᾱς , κλώθω twist by spinning aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσασα — κλώσᾱσα , κλώθω twist by spinning aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώσασαι — κλώσᾱσαι , κλώθω twist by spinning aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek
μέργος — (Mergus). Γένος στεγανοπόδων της οικογένειας των νησσιδών, της τάξης των χηνόμορφων. Τα πουλιά αυτά διαφέρουν από την κοινή πάπια προπάντων στο ράμφος, το οποίο είναι μακρύ, κυλινδροκωνικό και λίγο κεκαμμένο στην κορυφή, ενώ έχει χείλη… … Dictionary of Greek
κουφογερακίνα — Κοινή ονομασία ημερόβιων αρπακτικών ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας accipitridae. Η κοινή κ. (Buteo buteo) –διαδεδομένη στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε περιοχές της Ασίας– έχει άνοιγμα πτερύγων περίπου 1,30 μ. και μήκος 55 60 εκ. μαζί… … Dictionary of Greek
εξαγριώνω — εξαγρίωσα, εξαγριώθηκα, εξαγριωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ολωσδιόλου άγριο, ατίθασο, τον αποθηριώνω: Εξαγριώθηκε η κλώσα όταν έκανε πουλάκια. 2. μτφ., εξερεθίζω κάποιον, τον εξοργίζω, τον κάνω θηρίο από το θυμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωαστήρας — ο 1. ειδικά διασκευασμένος χώρος όπου η κότα κλωσά τα αβγά της, φωλιά, κλωσοφωλιά. 2. συσκευή που θερμαίνεται σταθερά, όπου τοποθετούνται τα αβγά που είναι για επώαση, το εκκολαπτήριο, η εκκολαπτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώσημα — το, ατος 1. η επώαση. 2. το σύνολο των αβγών που επωάζει η κλώσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)